Η «πρώτη φορά αριστερά» είναι «μία από τα ίδια;»

«Παραμένω Αριστερός, σε πλήρη σύγχυση» Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935 -2012) 

Γράφει ο Κώστας Αποστόλου

Κανείς, ποτέ, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί με ακρίβεια τη σημασία ιστορικών γεγονότων τη στιγμή που τα έζησε.  Το αν η κυβέρνηση «έχει παραδώσει τα όπλα» ή αν, αντίθετα, καταβάλει προσπάθειες για την ανακούφιση των συνεπειών αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κρίση», είναι κάτι στο οποίο δεν πρόκειται βεβαίως να συμφωνήσουμε.
Κατά παράδοση, είμαστε ικανοί να διαφωνούμε επί εβδομάδες για ένα πέναλτι, πόσο μάλλον…

Κατά την ρητορική όσων επιχαίρουν με τις τρέχουσες εξελίξεις, που προκαλούν επιδείνωση στην ήδη βαριά τραυματισμένη καθημερινότητα της κοινωνίας, είναι η σκληρή πραγματικότητα που κερδίζει έδαφος και «εκλογικεύει» τις επιλογές της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα.

Κατά τους αθεράπευτα αισιόδοξους, που συχνά μετατρέπουν τις επιθυμίες τους σε προβλέψεις, παρακολουθούμε απλώς μια φάση τακτικών ελιγμών της κυβέρνησης, λίγο πριν την «έφοδο προς το αύριο». Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν πιστεύουμε, η πραγματικότητα είναι συνήθως αλλού.

Αφού αφήσαμε την πολιτική να απαξιωθεί επί δεκαετίες – ήταν και «ντεμοντέ» να ασχολείται κανείς με τα δημόσια πράγματα ως πολίτης – καταλήξαμε να δεχόμαστε ως αλήθεια ό,τι ακούγεται περισσότερο.

Χωρίς να υποπτευόμαστε καν, ότι η «κοινή γνώμη» διαμορφώνεται σχεδόν πάντα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από κάποιου είδους προπαγάνδα. Κι έτσι, σχεδόν όλοι, τείνουμε να συμφωνήσουμε ότι αυτή η «πρώτη φορά Αριστερά», σε γενικές γραμμές είναι «μία από τα ίδια».

Κατ’ αρχήν, δεν είναι και τόσο «πρώτη φορά». Όσο κι αν κάποιοι νομίζουν ότι το 1989 είναι προϊστορία, πολλοί από τους  εξ Αριστερών πρωταγωνιστές του, βρίσκονται ακόμα στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Η, πολύ πιο πρόσφατη, συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, όσο κι αν πολλοί βολεύονται να τη θεωρούν λεπτομέρεια, είναι σημείο αναφοράς για πολλά απ’ όσα συμβαίνουν σήμερα – αλλά αυτό, είναι από μόνο του ένα μεγάλο θέμα για ανάλυση.

Όχι μόνο δεν είναι «πρώτη φορά», αλλά δεν είναι ούτε αμιγώς Αριστερά, κυβέρνηση συνεργασίας είναι – όσοι κι αν βολεύονται να το ξεχνάνε.

Και δεν είναι καθόλου «μία από τα ίδια»: Παρά την σημαντική μεταβολή της κεντρικής της πολιτικής – που όμως εγκρίθηκε, αν όχι από το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα, οπωσδήποτε πάντως από το αναμφισβήτητο εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου – προωθεί, παράλληλα με επώδυνες αποφάσεις και μια σειρά από θετικές επιλογές, στις οποίες ψύχραιμα κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει.

Δύο πράγματα θα περίμενε κανείς από μια κυβέρνηση στην οποία η Αριστερά θα είχε τον κύριο λόγο:

Το πρώτο, ήταν η «επιστροφή της πολιτικής» στις κοινωνικές διεργασίες. Αναμένεται ακόμη.

Αντ’ αυτού, βλέπουμε μια κυβέρνηση που δεν δείχνει καμιά ικανότητα να υπερασπιστεί τις ίδιες της τις επιλογές, αντιθέτως, ενίοτε απολογείται γι’ αυτές – και έχει χάσει κατά κράτος το παιχνίδι της επικοινωνίας, αδυνατώντας τόσο να αναδείξει όσα θετικά βήματα έχει κάνει, όσο και να αντιμετωπίσει την οργανωμένη παραπληροφόρηση που παράγεται καθημερινά από κάθε μορφής μέσα «ενημέρωσης». Και στην κεντρική πολιτική σκηνή, έχει να αντιμετωπίσει μια αντιπολίτευση που προσπαθεί να καταργήσει κάθε έννοια λογικής και σοβαρότητας:

Η ΝΔ καταγγέλλει την κυβέρνηση επειδή δέχτηκε τις συμφωνίες που την πίεζε να δεχτεί (και τις ψήφισε σύσσωμη, καμαρώνοντας γι’ αυτό) – και κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία κομματικού κράτους. Η ΝΔ. Τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΠΑΣΟΚ (ναι, το ΠΑΣΟΚ), διατείνεται ότι θα αγωνιστεί να προστατέψει τις συντάξεις.

Η ΓΣΣΕ και οι επαγγελματικές οργανώσεις που μαζί με τα «μεγάλα» κανάλια έδωσαν με θεμιτά και αθέμιτα μέσα την μάχη του «Ναι» στο δημοψήφισμα, πιέζοντας για «συμφωνία με κάθε τίμημα», καταγγέλλουν την κυβέρνηση γιατί εφαρμόζει τις συμφωνίες.

Και ζούμε τον παραλογισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των καναλιών, που αυτούς  που κατηγορούσαν ως «ανεύθυνους, υποκινούμενους από τον ΣΥΡΙΖΑ, που έκοψαν τη χώρα στα δύο και καταστρέφουν τους επαγγελματίες», αυτούς τους ίδιους τους προβάλλουν πλέον ως «λαϊκά στρώματα που διεκδικούν το δίκιο τους» - και συχνά τους καθοδηγούν επικοινωνιακά (είδατε τον αφελή «δημοσιογράφο» του ΜΕΓΚΑ να δίνει σε απ’ ευθείας μετάδοση οδηγίες, «τώρα χύνουμε το γάλα»).

Το δεύτερο που περιμέναμε – ματαίως και αυτό – ήταν η ανάδειξη του λεγόμενου ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς.

Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ένα δυναμικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ διαφώνησε με την «στροφή» της κυβέρνησης Τσίπρα, την ανέτρεψε  και συγκρότησε ένα αριστερό πόλο αντιπολίτευσης.

Η μεγαλύτερη απογοήτευση εκεί βρίσκεται.

Όταν οι, κατά τη γνώμη τους, συνεπείς αριστεροί, συγχρωτίζονται στις συγκεντρώσεις με ακροδεξιούς, όταν οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται από αυτούς για τον κ. Τσίπρα είναι στην καλύτερη περίπτωση δάνειοι από τα  ποδοσφαιρικά γήπεδα – και στην «απάντηση» ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτούς, ηπιότερων τόνων είναι η αλήθεια, απουσιάζει συνήθως κάθε πολιτικό επιχείρημα, δεν μπορούμε να μιλάμε για κανενός είδους ηθικό πλεονέκτημα.

Αντίθετα, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για την αναβίωση των χειρότερων στιγμών της ιστορίας των εσωτερικών αντιπαραθέσεων της Αριστεράς. Τα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς, που σ’ αυτήν την απίστευτα δύσκολη συγκυρία καλούνται να παράξουν πολιτική, ξέρουμε ότι έχουν μελετήσει καλά όλους τους θεωρητικούς του Μαρξισμού.

Ίσως είναι η ώρα να ξαναδιαβάσουν την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και τον Θουκιδίδη.

* Ο Κώστας Αποστόλου είναι μέλος του Συντονιστικού της «Κοινωνία Πρώτα»


** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια