Το σχέδιο Τσίπρα για την άλωση της Κεντροαριστεράς


Ο πρωθυπουργός μετατοπίζει διαρκώς δεξιότερα τον ιδεολογικοπολιτικό άξονα των θέσεών του και θυμίζει πλέον ελάχιστα τον προεκλογικό Αλέξη


Γράφει ο Ανδρέας Καψαμπέλης

Μετατοπίζει διαρκώς προς το κέντρο τον ιδεολογικοπολιτικό άξονα των θέσεών του ο πρωθυπουργός. Μάλιστα, στην πρώτη μετεκλογική τηλεοπτική συνέντευξή του αυτές τις ημέρες θύμιζε ελάχιστα τον προεκλογικό Τσίπρα. Η σκληρή αριστερή ρητορική μπορεί χρονικά να απέχει μερικούς μήνες, πολιτικά όμως η απόσταση που φαίνεται ότι έχει μεσολαβήσει είναι τεράστια.

Για τον κ. Τσίπρα, η μετατόπιση αυτή δεν συνδέεται μόνο με τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και την επιδίωξη για την επίτευξη συμφωνίας. Έχει σχέση και με την προσπάθεια αναδιάταξης του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος προσωπικά να εδραιώσουν την παρουσία τους και να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς.

Σε ό,τι αφορά την οικονομία και τον γενικότερο προσανατολισμό της χώρας, έχει καταστήσει ήδη σαφές ότι η θέση της Ελλάδας είναι στην ευρωζώνη, χωρίς αυτό να αμφισβητείται ούτε με τα διπλωματικά ανοίγματα προς τη Ρωσία ούτε εξαιτίας των εμμονών της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Και τα δύο αυτά στοιχεία ο κ. Τσίπρας δείχνει να τα χρησιμοποιεί στην παρούσα φάση περισσότερο για διαπραγματευτικούς λόγους απέναντι στους αδηφάγους δανειστές. Επί της ουσίας έχει προσχωρήσει όχι μόνο στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, που έως πρόσφατα ήταν κόκκινο πανί για την Αριστερά, αλλά και στη γραμμή των πλεονασμάτων και των μεταρρυθμίσεων (όπως διατυπώνονται εύηχα οι δημοσιονομικοί και εργασιακοί περιορισμοί), που αποτελούν το πλαίσιο σταθερής συνύπαρξης της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς στην Ευρώπη.
Η αποφυγή
Το όριο αποφυγής νέων υφεσιακών μέτρων -αν δεν σπάσει και αυτό ως σύγχρονη γραμμή Μαζινό- είναι αυτό πια που τον διαφοροποιεί (με εμφανή αντανάκλαση στη μεγάλη δημοσκοπική υπεροχή) από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Στην πρόσφατη συνέντευξή του ο κ. Τσίπρας έδωσε μάλιστα έμφαση και ο ίδιος στη διαφοροποίηση του προφίλ του, αναγνωρίζοντας ότι τώρα συζητά θέματα που μέχρι τις εκλογές τον έκαναν να αγανακτεί. Αυτή η διαφοροποίηση, πάντως, φαίνεται ότι είναι ακόμη πιο εύκολη στα θέματα εσωτερικής πολιτικής. Διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο στο μεταναστευτικό και στην αστυνόμευση, όπου, παρά τους κραδασμούς, ο κ. Τσίπρας έχει γείρει πλέον προς την πλευρά του αναπληρωτή υπουργού Δημ. Τάξης Γ. Πανούση. Ακόμη πιο σαφές έγινε με το θέμα της τρομοκρατίας. Ακόμη και το «αγκάθι» σχετικά με την αποφυλάκιση του Σ. Ξηρού το προσέγγισε σε καθαρά ανθρωπιστική βάση και λόγω ανάγκης αποσυμφόρησης των φυλακών, καταδικάζοντας ρητά τις πράξεις του και -για να αποϊδεολογικοποιήσει τη συζήτηση-, επικαλούμενος παλαιότερες δηλώσεις του Κων. Μητσοτάκη για τους πρωταιτίους του πραξικοπήματος του 1967 ότι «η δημοκρατία δεν εκδικείται».

Ανοίγματα
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει καλά ότι όποιες κι αν είναι βραχυπρόθεσμα οι εξελίξεις στο μέτωπο με τους δανειστές, δεν έχει στην πραγματικότητα άλλη επιλογή από τα ανοίγματα στα μετριοπαθή τμήματα της κοινωνίας, αν θέλει να διατηρήσει την κυριαρχία του στο εκλογικό σώμα. Αυτό τον διευκολύνει να αποκτήσει μεγαλύτερο ακροατήριο ακόμη και σε ένα τμήμα της Κεντροδεξιάς που παρακολουθεί με προβληματισμό, αν όχι με αρνητικά συναισθήματα, το πώς εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα στη Ν.Δ.

Οι αντιστάσεις που έχει βεβαίως στο εσωτερικό του κόμματός του είναι ισχυρές. Η αριστερή πτέρυγα είναι πολύ συγκροτημένη, ελέγχει πολύ μεγάλο ποσοστό των οργανώσεων και όλων των κεντρικών οργάνων. Ορισμένοι θεωρούν μάλιστα ότι εξαιτίας των δικών της διαφωνιών -που εκφράστηκαν με οξύ τρόπο- δεν έχει προχωρήσει ακόμη η επίτευξη συμφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές. Στο μέτωπο αυτό ο κ. Τσίπρας ακολουθεί την τακτική «δύο βήματα μπροστά, ένα πίσω». Το έκανε και προεκλογικά όταν κατάφερε να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτια κεντροαριστερούς υποψηφίους που η πλευρά Λαφαζάνη δεν ήθελε. Φυσικά, οι καταστάσεις τώρα είναι πολύ διαφορετικές, όπως και τα διακυβεύματα. Όμως, οι τακτικές αντιμετώπισης είναι ανάλογες. Άλλωστε, και η Αριστερή Πλατφόρμα κινδυνεύει να έρθει αντιμέτωπη με τα δικά της αδιέξοδα. Στην περίπτωση που υπάρξει συμφωνία και οι αντιδράσεις της υπερβούν τα όρια, η ανοιχτή ρήξη της με τον κ. Τσίπρα μπορεί να την οδηγήσει στο περιθώριο. Η δημόσια πρωθυπουργική απειλή ακόμη και δημοψήφισμα εκλαμβάνεται από πολλούς ως μήνυμα κυρίως προς τους διαφωνούντες του κόμματός του, οι οποίοι σε μια τέτοια περίπτωση θα «εξαφανιστούν» από την κυρίαρχη, σήμερα, κοινωνική τάση υπέρ ενός συμβιβασμού.

Με αυτά τα δεδομένα, ως πιθανότερη προοπτική φαίνεται η αριστερή τάση να αρκεστεί στον ρόλο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, κάτι που εξυπηρετεί και τον κ. Τσίπρα, ο οποίος θα συνεχίσει από την πλευρά του την προσπάθεια μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ στον νέο φορέα έκφρασης της Κεντροαριστεράς στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η λείανση των θέσεών του σε καίρια εσωτερικά και κοινωνικά θέματα αλλά και οι διεργασίες, όπως έγραψε αναλυτικά από την περασμένη εβδομάδα η «κυριακάτικη δημοκρατία», για την απορρόφηση των ορφανών δυνάμεων από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, που δεν θέλουν τη συνέχιση της συνεργασίας με τη Ν.Δ., του Γ. Παπανδρέου και της ΔΗΜ.ΑΡ. του Φ. Κουβέλη.
Στο «απυρόβλητο» ενώ καίγονται οι υπουργοί του
Αν κάτι έχει επιτύχει πλήρως έως τώρα ο κ. Τσίπρας, είναι ότι έχει διαφυλάξει το προσωπικό πολιτικό κεφάλαιό του. Δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα και την κυβέρνηση τους τελευταίους τρεις μήνες, το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και σε μεγάλο βαθμό επιτρέπει προβλέψεις για το πώς μπορεί να κινηθούν τα πράγματα το επόμενο διάστημα. Την ίδια ώρα, μάλιστα, οι περισσότεροι από τους υπουργούς κινούνται στα επίπεδα του μέσου όρου ή και πιο κάτω, με ό,τι μπορεί επίσης να σημαίνει αυτό μελλοντικά για τους ίδιους. Ήδη στο παρασκήνιο αρκετοί τονίζουν ότι έχουν τεθεί οι βάσεις πάνω στις οποίες θα γίνει η αξιολόγηση για τον πρώτο ανασχηματισμό της κυβέρνησης, όποτε κι αν γίνει.

Όπως έχει δείξει με τις δημόσιες παρεμβάσεις του, ο πρωθυπουργός προσφέρει την κάλυψή του σε όλους τους υπουργούς, ακόμη και όταν διαφωνεί ή εκνευρίζεται με ενέργειες ή δηλώσεις τους για κρίσιμα θέματα. Είναι προφανές, βέβαια, ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να αποπέμψει τον υπουργό αμέσως, αλλά φαίνεται ότι η στάση του έχει να κάνει και με μια γενικότερη τακτική. Ο κ. Τσίπρας δεν αντιδρά εν θερμώ, αφού στην παρούσα φάση δεν έχει άλλωστε την πολυτέλεια για τη δημιουργία περιττών μετώπων στο εσωτερικό σκηνικό. Κρατά όμως τις αποστάσεις του, μένει στο απυρόβλητο, χωρίς να μπαίνει στο κάδρο των τριβών, και αφήνει τα κυβερνητικά στελέχη να επωμιστούν τα αποτελέσματα της στάσης τους, με τον κίνδυνο να «καούν» πρόωρα. Βεβαίως, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτή η τακτική μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές.

Ενδεικτικός είναι, πάντως, ο «χειρουργικός» τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το θέμα Βαρουφάκη. Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατούσε ενόχληση -χωρίς καν να διαχέεται- από πολύ νωρίς, ακόμη και όταν γινόταν ο περίπατος για καφέ στο Παγκράτι. Είτε ζήτησαν την αντικατάστασή του ευθέως είτε ευσχήμως οι δανειστές, το γεγονός είναι ότι όλο αυτό το διάστημα, κάθε φορά που ο υπουργός Οικονομικών έβαζε φωτιές στο ευρωπαϊκό πεδίο των συζητήσεών του, ακολουθούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός για να δράσει πυροσβεστικά και να θέσει εκ νέου τη συζήτηση στις «ράγες». Ορισμένοι υποστηρίζουν, βέβαια, ότι αυτό γινόταν κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των δύο. Η ουσία όμως είναι ότι σε κάθε περίπτωση εξάντλησε την απόδοσή του και ο κ. Βαρουφάκης θυσιάστηκε με αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο ύστερα από το Eurogroup στη Ρίγα και το «βαρετό» δείπνο των υπουργών Οικονομικών. Ούτε θεωρείται τυχαίο το ότι ύστερα από την εξέλιξη αυτή αναθερμάνθηκαν οι ελπίδες για την εύρεση λύσης και την αποφυγή αδιεξόδου.

Οι δημοσκοπήσεις, επίσης, είναι αρκούντως παραστατικές για την εσωτερική εικόνα της κυβέρνησης. Ο κ. Τσίπρας είναι το δυνατό χαρτί της, έτοιμο μάλιστα να φέρει τη νίκη σε οποιαδήποτε μάχη προκύψει, ακόμη και των πρόωρων εκλογών, ενώ οι υπουργοί παρουσιάζουν σημάδια πρόωρης φθοράς. Ανάλογη εικόνα είχε παρουσιαστεί και κατά το παρελθόν, ιδιαίτερα την περίοδο Καραμανλή ύστερα από το 2004, όταν ο τότε πρωθυπουργός κατάφερε, σχεδόν μέχρι τη λήξη της πενταετίας, να παραμένει σε ασυγκρίτως υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο του υπουργικού συμβουλίου του. Αρκετοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι και σήμερα το επικοινωνιακό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου προσπαθεί να αντιγράψει την τακτική της εποχής Καραμανλή, για τον οποίο άλλωστε ο κ. Τσίπρας εξέφρασε -στη συνέντευξή του στο Star- την «πολιτική εκτίμησή» του. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι στις μετρήσεις ο κ. Τσίπρας, παρά τα προβλήματα σε όλα τα μέτωπα, καταγράφεται ως ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός, με ποσοστά άνω του 60%, με δεύτερο τον υπουργό Εθνικής Άμυνας και αρχηγό των ΑΝ.ΕΛ. Πάνο Καμμένο, που κινείται περί το 40%, ενώ ο πρόεδρος της Ν.Δ. Αντώνης Σαμαράς έχει πλέον υποχωρήσει κάτω του 30% και δίνει μάχη για να μη βρεθεί πίσω και από τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημ. Κουτσούμπα.

Όσον αφορά τους υπουργούς, το μέλλον τους είναι συνάρτηση δύο παραμέτρων. Οι επιδόσεις και η αποτελεσματικότητά τους θα κριθούν, όπως αναφέρουν οι γνωρίζοντες, σε συνδυασμό με τα πολιτικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης, όταν μπει στην κανούργια -μετά τη διαφαινόμενη συμφωνία- φάση. Επί παραδείγματι, ένα κρίσιμο μέγεθος είναι ποιο «μερίδιο» στους νέους εσωτερικούς συσχετισμούς θα έχει η αριστερή πτέρυγα. Με απλά λόγια, όταν θα κάνει τον πρώτο ανασχηματισμό, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να λύσει δι' αυτού και το εσωκομματικό θέμα με την πλευρά Λαφαζάνη. Ενα δεύτερο ζήτημα είναι πώς θα συγκροτηθεί το οικονομικό επιτελείο που θα αναλάβει την υλοποίηση της συμφωνίας μετά τον Ιούνιο. Παρατηρείται εν προκειμένω ότι στελέχη όπως ο Γ. Δραγασάκης και ο Γ. Σταθάκης, που έχουν αποφύγει να μπουν στην πρώτη γραμμή της μάχης και να εκτεθούν, διατηρούν υψηλά ποσοστά δημοφιλίας και επομένως θεωρούνται εφεδρείες, μαζί με τον Ευκλ. Τσακαλώτο, που αναβαθμίστηκε αυτές τις ημέρες. Την ίδια ώρα, υπάρχουν σε άλλα πόστα και υπουργοί όπως ο κ. Μπαλτάς στο Παιδείας, που θεωρούνται αναλώσιμοι και επί του παρόντος κρίνονται «μετεξεταστέοι». Ένα χωριστό κεφάλαιο αποτελεί και το πώς θα χειριστεί ο κ. Τσίπρας τους «γέροντες» της κυβέρνησής του (όπως οι κ. Βούτσης και Φλαμπουράρης), που λειτουργούν τώρα ως ασπίδα του, αλλά δίχως και τις καλύτερες επικοινωνιακές επιδόσεις.

Εφημερίδα Δημοκρατία

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου. 


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια