Τα σενάρια της επόμενης ημέρας στην Ελλάδα


Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Έχοντας ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώσει ένα μάλλον διευρυνόμενο προβάδισμα, το ενδιαφέρον πλέον εστιάζεται στην επόμενη ημέρα. Η διαπραγματευτική ισχύς του Τσίπρα θα είναι σαφώς μεγαλύτερη εάν το κόμμα του κατακτήσει την αυτοδυναμία. Ή τουλάχιστον εάν δεν την κατακτήσει, αλλά εισέλθουν –όπως όλα δείχνουν– οι ΑΝΕΛ στη Βουλή.

Το κόμμα του Καμμένου έχει άλλες ιδεολογικές αφετηρίες και διαφορετικές θέσεις κυρίως για θέματα εξωτερικής πολιτικής και παράνομης μετανάστευσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι κατηγορηματικά αντιμνημονιακό, γεγονός που το καθιστά σταθερό κυβερνητικό εταίρο εν όψει της δύσκολης διαπραγμάτευσης-αντιπαράθεσης με το ευρωιερατείο.
Στη λιγότερο πιθανή περίπτωση που ούτε υπάρξει αυτοδυναμία ούτε οι ΑΝΕΛ μπουν στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί ή να συνεργασθεί ή να στηριχθεί στην ψήφο εμπιστοσύνης κομμάτων, όπως το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ, ή το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου (εάν τελικώς αυτό υπερβεί το 3%). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η επερχόμενη κυβέρνηση ή θα διαπραγματευθεί με το ευρωιερατείο από μειονεκτική θέση, ή θα ωθήσει τα πράγματα σε νέες εκλογές.
Από τη στιγμή που τα αφεντικά της Ευρωζώνης δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, προτιμούν η επερχόμενη κυβέρνηση να μη διαθέτει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή και κατά συνέπεια να είναι ευάλωτη. Είναι προφανές ότι θα αντιμετωπίσουν με διαφορετικό τρόπο τον Τσίπρα εάν πατάει σε σταθερό αντιμνημονιακό έδαφος και διαφορετικά εάν εξαρτάται από την υποστήριξη ή ανοχή φιλομνημονιακού κόμματος.
Οι φήμες ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και το ευρωιερατείο έχουν ήδη στο παρασκήνιο συμφωνήσει πως θα εξελιχθούν μετεκλογικά τα πράγματα, δεν ισχύουν. Είναι αληθές, ωστόσο, ότι οι γνωστές και άγνωστες επαφές μεταξύ των δύο πλευρών τους τελευταίους μήνες έχουν άρει κάποιες προκαταλήψεις και έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα όσμωσης. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν. Με άλλα λόγια, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά εν αναμονή του εκλογικού αποτελέσματος.
Η Κουμουνδούρου επιδιώκει να ενταφιάσει το προηγούμενο μνημονιακό πρόγραμμα και να το αντικαταστήσει από μία νέα συμφωνία-πακέτο, η οποία θα προκύψει από εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις και θα περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία:
  • Πρώτον, κάποια μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, αρκετά πιο χαλαρά από τα αντίστοιχα του Μνημονίου.
  • Δεύτερον, δεσμεύσεις για διαρθρωτικές αλλαγές, κυρίως θεσμικού χαρακτήρα.
  • Τρίτον, αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Για την ακρίβεια, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και διασύνδεση των υποχρεώσεων της Αθήνας με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
  • Τέταρτον, τη χρηματοδότηση κάποιων αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμη να αποδεχθεί ακόμα και έναν ενισχυμένο ευρωπαϊκό έλεγχο, αλλά όχι το καθεστώς των ελέγχων που διενεργούσε η Τρόικα. Επιδιώκει να αρχίσει αμέσως μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης τις διαπραγματεύσεις με το ευρωιερατείο, ώστε αυτές να έχουν καταλήξει σε αποτέλεσμα όσο το δυνατόν πιο σύντομα και πάντως πριν μπει το καλοκαίρι.
Έχει επίγνωση ότι οι δανειστές δεν πρόκειται να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση χωρίς να έχει συμφωνηθεί νέο πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις του Μαρτίου. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση, όμως, να πληρώσει τις πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις του καλοκαιριού. Εάν μέχρι τότε, δεν έχει υπάρξει συμφωνία για ένα νέο πρόγραμμα, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε στάση πληρωμών με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ίδια και για τη σχέση της με την Ευρωζώνη και για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης.
Προς το παρόν, οι παράγοντες του ευρωιερατείου στέλνουν το μήνυμα ότι δεν τίθεται ζήτημα εξόδου της Ελλάδας. Πάντα, όμως, φροντίζουν να προσθέτουν ότι η επερχόμενη κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η απερχόμενη κυβέρνηση Σαμαρά. Τις τελευταίες ημέρες, όμως, η τήρηση των δεσμεύσεων έρχεται σε πρώτο πλάνο. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την περασμένη Πέμπτη όχι απλώς επιβεβαιώνει αυτή την τάση, αλλά θέτει ως προϋπόθεση για την αγορά ελληνικών ομολόγων την ολοκλήρωση της αξιολόγησης που εκκρεμεί. Με άλλα λόγια ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει να εφαρμόσει τα μέτρα που αρνήθηκε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά!
Στους κόλπους του ευρωιερατείου υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις για την τακτική, με την οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί η επερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα. Όλα δείχνουν, όμως, ότι συνεχίζει να επικρατεί η σκληρή γραμμή. Η τακτική, όμως, θα οριστικοποιηθεί αφού ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Όλοι στο ευρωιερατείο, πάντως, συμφωνούν πως δεν έχουν συμφέρον να εμφανισθούν ότι επιδιώκουν τον στραγγαλισμό και την ανατροπή της κυβέρνησης Τσίπρα. Δεν αποκλείεται να της δώσουν μία νέα παράταση και να αρχίσουν μαζί της διαπραγματεύσεις. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο η απόφαση να διαπραγματευθούν εποικοδομητικά με σκοπό έναν πραγματικό συμβιβασμό.
Οι λόγοι που ωθούν το ευρωιερατείο προς την αδιάλλακτη γραμμή είναι οι εξής:
  • Πρώτον, τα γεράκια της λιτότητας θεωρούν ότι εάν γίνουν εκπτώσεις στην Ελλάδα θα προκύψει ντόμινο με αποτέλεσμα να ξηλωθεί το πουλόβερ σ’ όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια.
  • Δεύτερον, η κρίση τροφοδοτεί τα αντισυστημικά κόμματα, τα οποία ήδη απειλούν την παραδοσιακή ηγεμονία της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς που μεταπολεμικά εναλλάσσονται στην εξουσία. Εάν ο Τσίπρας επιβάλει κάποιες από τις απαιτήσεις του και καταφέρει να βελτιώσει την κατάσταση στην Ελλάδα θα λειτουργήσει ως παράδειγμα προς μίμηση. Θα φουσκώσει τα πολιτικά και εκλογικά πανιά όλων των αντισυστημικών κομμάτων (αριστερών και ακροδεξιών) όχι μόνο στην περιφέρεια, αλλά και στον πυρήνα της ΕΕ. Με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη έχουν συμφέρον το πείραμα Τσίπρα να ναυαγήσει, μεταξύ των άλλων και για να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή.
  • Τρίτον, αρκετοί στο ευρωιερατείο προεξοφλούν ότι εάν βάλουν το μαχαίρι στο λαιμό του Τσίπρα, θα υποχρεωθεί να κάνει κωλοτούμπα και ουσιαστικά να αποδεχθεί τις βασικές απαιτήσεις των δανειστών. Σ’ αυτή την περίπτωση, είναι διατεθειμένοι να του προσφέρουν ένα φύλλο συκής, κάποια μικροανταλλάγματα για να παραμυθιάσει τους οργισμένους ψηφοφόρους του. Το σενάριο της κωλοτούμπας, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία εκτίμηση, η οποία μάλιστα δεν εδράζεται στα πραγματικά δεδομένα. Δεν αποκλείεται καθόλου αντί για κωλοτούμπα να προκύψουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Ο κυριότερος λόγος που ωθεί το ευρωιερατείο προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη γραμμή της εποικοδομητικής διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού είναι ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί με κατηγορηματικότητα να εκτιμήσει πού θα οδηγήσει μία ρήξη με την κυβέρνηση Τσίπρα. Θα οδηγήσει στην ανατροπή της, ή σε Grexit; Και τί θα σημάνει για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης, αλλά και για τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο η ασύντακτη έξοδος;
Προφανώς, η Ελλάδα δεν συνιστά πλέον τον συστημικό κίνδυνο για το ευρώ που συνιστούσε το 2010 ή και το 2011-12. Η Ευρωζώνη έχει ήδη δημιουργήσει μηχανισμούς διαχείρισης, όπως η ESM. Εκτός αυτού, μόνο το 17% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών. Το υπόλοιπο 83% βρίσκεται στα χέρια των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Με βάση αυτά, στο Βερολίνο (κι όχι μόνο) ισχυρίζονται ότι μία ελληνική στάση πληρωμών δεν θα προκαλέσει πανικό στις Αγορές και συνθήκες ντόμινο στους άλλους αδύναμους κρίκους του ευρωπαϊκού Νότου. Η εκτίμηση αυτή είναι εντόνως αμφισβητήσιμη. Ακόμα, όμως, κι αν ισχύει δεν σημαίνει πως μία ασύντακτη έξοδος της Ελλάδας θα άφηνε την Ευρωζώνη άθικτη. Το ευρωπαϊκό νομισματικό οικοδόμημα είναι ευάλωτο.
Η κραυγαλέα οικονομική ασυμμετρία και οι αντιφάσεις της Ευρωζώνης δημιουργούν ένα περιβάλλον εγγενούς αστάθειας. Εάν σπάσει ο ελληνικός κρίκος πιθανότατα θα πυροδοτήσει δυναμικές αποσταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαία η δραματική προειδοποίηση του Ιταλού πρωθυπουργού Ρέντσι: «Ή αλλάζουμε κατεύθυνση ή χάνουμε την Ευρώπη».
Η Ιταλία τα επόμενα τρία χρόνια πρέπει να δανεισθεί σχεδόν δύο τρισεκατομμύρια ευρώ για να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο χρέος της. Είναι προφανές ότι σε συνθήκες αβεβαιότητας, τα επιτόκια θα ανεβούν, επιδεινώνοντας δραματικά τη δημοσιονομική κατάστασή της. Και βεβαίως το ιταλικό πρόβλημα δεν θα είναι διαχειρίσιμο. Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να προσφέρει ανακούφιση, αλλά δεν φαίνεται ικανή να το προστατεύσει αποτελεσματικά.
Ο κίνδυνος μίας αποσταθεροποίησης είναι πραγματικός και επισημαίνεται από πολιτικούς, από κατεστημένα ΜΜΕ και από παράγοντες των Αγορών. Μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το μέγεθος των ζημιών, αλλά ολοένα και περισσότεροι στους κόλπους των ευρωπαϊκών ελίτ θεωρούν τυχοδιωκτισμό να εκθέσουν την εύθραυστη Ευρωζώνη στη δοκιμασία του Grexit. Και μάλιστα, χωρίς προηγουμένως να έχουν διερευνήσει τη δυνατότητα ενός συμβιβασμού.
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να υποτιμάται η ροπή των Γερμανών στον δογματισμό. Η ιστορία μας διδάσκει πως όταν υιοθετούν μία γραμμή είναι σαν να μπαίνουν σε ράγες. Όπως έχουμε προαναφέρει, τα μηνύματα που έστειλαν το προηγούμενο διάστημα είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η κυβέρνηση Σαμαρά. Το πόσο και πως το εννοούν, όμως, θα φανεί από τη Δευτέρα.
Εάν τα αφεντικά της Ευρωζώνης επιλέξουν την οδό της εποικοδομητικής διαπραγμάτευσης πιθανότατα θα βρεθεί ένας συμβιβασμός. Κοινοί τόποι ήδη υπάρχουν και μπορούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις να βρεθούν κι άλλοι. Ένας τέτοιος είναι η λήψη δραστικών μέτρων για τη συρρίκνωση της επιρροής που ασκούν στην ελληνική οικονομική και πολιτική ζωή οι ολιγάρχες.
Αν και το ευρωιερατείο συμμάχησε μαζί τους για να εφαρμοσθούν οι μνημονιακές πολιτικές, δεν παύει να τους θεωρεί ένα είδος καρκινώματος που δεν συνάδει με τις ευρωπαϊκές αρχές. Αν και αυτού του είδους η κριτική δεν είναι πάντα υποκριτική, συνδυάζεται και με οικονομικές σκοπιμότητες. Στην πραγματικότητα ισχύει το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (κυρίως το γερμανικό) ενδιαφέρεται να εκμεταλλευθεί φθηνές ευκαιρίες για να ελέγξει κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Η λήψη μέτρων για τη συρρίκνωση της δεσπόζουσας θέσης των εγχώριων ολιγαρχών εκ των πραγμάτων θα απελευθερώσει χώρο και θα δημιουργήσει φθηνές ευκαιρίες.
Αν και ασκήθηκαν σχετικές πιέσεις στις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, αυτές δεν έλαβαν τέτοια μέτρα, λόγω της καθοριστικής εξάρτησής τους από τους ολιγάρχες και το μιντιακό σύστημα. Ο Τσίπρας και το κόμμα του δεν έχουν τέτοια κωλύματα. Αντιθέτως, έχουν συμφέρον και δείχνουν να έχουν και βούληση για να κάνουν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Με άλλα λόγια, η αποδυνάμωση των ολιγαρχών είναι μία κρίσιμης σημασίας σύγκλιση των συμφερόντων της επερχόμενης κυβέρνησης και του ευρωιερατείου. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, ήδη ακούγονται φωνές ότι και μόνο γι’ αυτό τον λόγο αξίζει να βρεθεί ένα modus vivendi με τον Τσίπρα. Αναγνωρίζουν ότι την τομή αυτή δεν μπορεί να την κάνει καμία άλλη πολιτική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο εν λόγω κοινός τόπος δεν φαίνεται προς το παρόν τουλάχιστον ικανός να γύρει τη ζυγαριά προς την πλευρά του συμβιβασμού.

mignatiou.com

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου. 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια