Προεκλογικές σκοπιμότητες και πραγματικά οφέλη


Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Η ΥΠΕΡΠΡΟΣΦΟΡΑ για το πρώτο ελληνικό ομόλογο μετά το 2010 ήρθε να απογειώσει την επικοινωνιακή επίθεση των κυβερνώντων. Στόχος είναι να επικαλύψει την υπόθεση Μπαλτάκου, να καλλιεργήσει προσδοκίες για την πορεία της οικονομίας και ευρύτερα να διαμορφώσει ευνοϊκό κλίμα για τη συμπολίτευση εν όψει των κρίσιμων ευρωεκλογών.

Το επιχείρημα των κατεστημένων ΜΜΕ, τα οποία, όπως πάντα, στηρίζουν αμέριστα τις εκάστοτε εκδοχές του μνημονιακού success story, είναι πως αυτή τη φορά δεν πρόκειται για κυβερνητικό ισχυρισμό. Πρόκειται για ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών που αντανακλά τη θετική προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν στην έκδοση του νέου ομολόγου, ούτε βεβαίως επειδή εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, ούτε επειδή θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει. Οι αγορές ανταποκρίθηκαν επειδή η έκδοση είναι ατύπως εγγυημένη από τους μηχανισμούς της ευρωζώνης.

Το ίδιο συνέβη προ καιρού και με την έκδοση ομολόγων από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στείλει σαφές μήνυμα στις αγορές ότι θα τα στηρίξει. Με αυτούς τους όρους, το 4,95% είναι πολύ ελκυστικό επιτόκιο σε συνθήκες μεγάλης διεθνούς ρευστότητας.

Καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία της έκδοσης έπαιξαν και δύο ακόμα γεγονότα. Πρώτον, ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια της ευρωζώνης κι όχι ιδιωτών, άρα εκτός δευτερογενούς αγοράς. Δεύτερον, ότι η διάρθρωση του χρέους είναι ευνοϊκή και ότι η ετήσια επιβάρυνση του ελληνικού Δημοσίου για την αποπληρωμή τόκων τα επόμενα 6-8 χρόνια δεν θα υπερβεί τα επτά δισ.

Αυτοί ήταν οι λόγοι που τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Οικονομικών πίεζαν για έξοδο στις αγορές από τον περασμένο Δεκέμβριο. Η κυβέρνηση, όμως, ήθελε να έχει εξασφαλίσει το «πράσινο φως» της τρόικας και, βεβαίως, να χρησιμοποιήσει αυτή την εξέλιξη ως προεκλογικό όπλο.

Υπάρχουν και δύο πρόσθετοι λόγοι που οι επενδυτές παρακάμπτουν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Πρώτον, η ευνοϊκή διάρθρωσή του. Δεύτερον, η προοπτική αναδιάρθρωσης και των ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια της ευρωζώνης. Δεδομένου, μάλιστα, ότι πιθανολογείται βασίμως πως το επιτόκιο θα πέσει στις επόμενες εκδόσεις ομολόγων, οι επενδυτές δικαιολογημένα εκτιμούν ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια κερδοσκοπίας και στη δευτερογενή αγορά.

Αναμφίβολα, στην υπόθεση υπάρχει ισχυρή πολιτική σκοπιμότητα. Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει, εν όψει ευρωεκλογών, ζωτική ανάγκη μία επιτυχία για να επικαλύψει επικοινωνιακά τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Από την πλευρά τους, τα αφεντικά της ευρωζώνης έχουν συμφέρον να στηρίξουν με κάθε τρόπο την «υπάκουη» κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτός είναι ο λόγος της επίσκεψης Μέρκελ. Υπενθυμίζουμε ότι στις εκλογές του 2012 το μόνο που δεν είχαν κάνει ήταν να κολλήσουν αφίσες της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ!

Εάν η κυβέρνηση Σαμαρά ηττηθεί στις ευρωεκλογές με διαφορά πάνω από 4-5 μονάδες θα αποσταθεροποιηθεί, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πάει καλά στις αυτοδιοικητικές. Δεδομένου, μάλιστα, ότι πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί το εμπόδιο της προεδρικής εκλογής στις αρχές του 2015, η κυβερνητική αλλαγή εκ των πραγμάτων θα φέρει τον κόμπο στο χτένι.

Μία κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον απίθανο να συνεχίσει τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα εισέλθει σε τροχιά σύγκρουσης με το ευρωιερατείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ευρωζώνη.

Το ευρωιερατείο, όμως, έχει και αμιγώς δικούς του λόγους να δείξει ότι η Ελλάδα ανακάμπτει. Λόγω και των ευρωεκλογών, θέλει να πείσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για την ορθότητα της ασκούμενης πολιτικής. Με άλλα λόγια, για τις επικοινωνιακές ανάγκες του Βερολίνου και της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας του χρήματος, η Ελλάδα μετατρέπεται, από παράδειγμα προς αποφυγή, σε απόδειξη ότι η μονοδιάστατη λιτότητα είναι η μόνη αποτελεσματική θεραπεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η τρόικα αναγνώρισε το πλασματικό πρωτογενές πλεόνασμα.

Η επιστροφή στις αγορές δεν προεξοφλεί την ανάκαμψη

Η ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ από τους μηχανισμούς της ευρωζώνης επιστροφή στις αγορές των προβληματικών χωρών-μελών είναι ο τρόπος για να μη χρειάζεται πλέον οι πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα να πληρώνουν δικά τους χρήματα για τα προγράμματα οικονομικής στήριξης των αδύναμων κρίκων. Οι προαναφερθείσες πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης Σαμαρά και του Βερολίνου δεν ακυρώνουν τις θετικές συνέπειες από την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Η «υπακοή», άλλωστε, στα κελεύσματα του ευρωιερατείου, ναι μεν έχει βλάψει καίρια το εθνικό συμφέρον, αλλά έχει και κάποια πλεονεκτήματα.

Η έξοδος στις αγορές θα συμπαρασύρει προς τα κάτω το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, αλλά και το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων. Η καθοδική αυτή τάση, μάλιστα, θα ενισχυθεί εάν, όπως δικαιολογημένα αναμένεται, το επιτόκιο του επόμενου ελληνικού ομολόγου είναι χαμηλότερο του 4,95%. Εκτός από τις θετικές συνέπειες, όμως, ενυπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η έξοδος στις αγορές για να αποφύγει το ευρωιερατείο την εξόφθαλμα αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Για μία ακόμα φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοεγκλωβίστηκε. Ενώ σωστά υπογραμμίζει ότι πίσω από την έξοδο στις αγορές κρύβονται προεκλογικές σκοπιμότητες, ενώ σωστά επισημαίνει υπαρκτούς κινδύνους, μηδενίζει τις θετικές συνέπειες του πρώτου αυτού βήματος. Το αποτέλεσμα είναι να χάνει το όποιο δίκιο του και να εμφανίζεται σαν μίζερη και στείρα αντιπολίτευση.

Το κρίσιμο ζήτημα, άλλωστε, στο οικονομικό επίπεδο δεν είναι η διαχείριση του δημοσίου χρέους. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι αδύνατη όταν η πραγματική οικονομία ασφυκτιά. Με τις εντολές της τρόικας, το δίδυμο Σαμαράς - Στουρνάρας μεταφέρει -μέσω της υπερφορολόγησης- πόρους από τους ιδιώτες στο κράτος.

Η πολιτική αυτή έχει τα όριά της ως προς την απόδοση. Η κατακόρυφη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο είναι μία σαφής ένδειξη. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η πολιτική αυτή καταστρέφει τον παραγωγικό ιστό και υποσκάπτει την πραγματική οικονομία, γεγονός που, με τη σειρά του, ανακυκλώνει το αδιέξοδο.
 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια